- ὑφάντρια
- ὑφάντριαfem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὑφαντρίᾳ — ὑφαντρίᾱͅ , ὑφάντρια fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υφάντρια — η / ὑφάντρια, ΝΜΑ βλ. υφαντής … Dictionary of Greek
υφάντρια — η και υφάντρα, η και φάντρα, η και ανυφάντρα, η θηλ. του υφαντής (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑφαντρίαι — ὑφαντρίᾱͅ , ὑφάντρια fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑφάντριαι — ὑφάντρια fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηνίτις — Επωνυμία της θεάς Αθηνάς στην αρχαιότητα, με την οποία λατρευόταν για την επίδοσή της στις τέχνες. Προέρχεται από τη λέξη «πηνίον» (= αδράχτι) και σημαίνει την υφάντρια. * * * και δωρ. τ. πανῑτις και πανᾱτις, άτιδος, ἡ, Α (ως επίθ. τής Αθηνάς) η… … Dictionary of Greek
υφαντής — (textor). Γένος πτηνών της οικογένειας των Πλοκειδών. Περιλαμβάνει μικρόσωμα ή μεγαλόσωμα πουλιά με παχύ ράμφος μακρουλό και κωνικό. Τα φτερά και η ουρά του είναι μέτρια και καταλήγουν σε στρογγυλοειδή άκρα, τα δε πόδια τους είναι αρκετά ψηλά και … Dictionary of Greek
αργαλίστρα — η η υφάντρια … Dictionary of Greek
εποίχομαι — ἐποίχομαι (Α) 1. πηγαίνω προς το μέρος κάποιου («αὐτίκα δὲ μνηστῆρας ἐπῴχετο ἰσόθεος φώς», Ομ. Οδ.) 2. (για θεούς) τιμώ με θυσία, τόν πλησιάζω με προσφορές («ξεινίαις αὐτοὺς ἐποίχονται τραπέζαις», Πίνδ.) 3. επιτίθεμαι, προσβάλλω («ὁ δὲ Κύπριν… … Dictionary of Greek
καιρωστρίς — καιρωστρίς, ίδος, ἡ (Α) [καιρώ] η υφάντρια … Dictionary of Greek